- σφοδρότατος
- σφοδρόςvehementmasc nom superl sgσφοδρόςvehementmasc nom superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαίλαπα — Ισχυρός άνεμος που αρχίζει και σταματά απότομα, αφού πνεύσει για σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Συνήθως η απότομη αύξηση της δύναμης του ανέμου συνοδεύεται και από απότομη αλλαγή της διεύθυνσής του περίπου κατά 90° προς τα δεξιά στο βόρειο… … Dictionary of Greek
τρίπαλτος — ον, Α αυτός τον οποίο έχουν ανασείσει τρεις φορές, σφοδρότατος («τριπάλτων πημάτων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι * + παλτός (< πάλλω)] … Dictionary of Greek
υπέροξυς — εῑα, υ, Α [ὀξύς] υπερβολικά οξύς, οξύτατος, σφοδρότατος («πυρετοὶ ὑπερόξεες», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek